Της Zέζας Zήκου
Ευτυχώς, ο Αντώνης Σαμαράς έχει δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον, ξέρει από οικονομικά γι’ αυτό και καταψήφισε το Μνημόνιο. Και, δεύτερον, δεν πάσχει από το σύνδρομο Παπανδρέου, να είναι «αρεστός» στους ξένους και στις συνταγές τους. Δυστυχώς, όμως, και τα δύο αυτά πλεονεκτήματα «λοιδορούνται…».
«Απρεπείς» ήταν οι επιθέσεις του ΔΝΤ κατά της αντιπολίτευσης. Με έμμεσο πλην σαφή τρόπο, στην ενδιάμεση έκθεση του ΔΝΤ επισημαίνεται, συγκεκριμένα, ότι «προκαλεί απογοήτευση το γεγονός πως σε αυτή την καθοριστική στιγμή για την Ελλάδα, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν τύχει μεγαλύτερης υποστήριξης από άλλα πολιτικά κόμματα». Καθώς η αντίθεση των κομμάτων της Αριστεράς χαρακτηρίζεται αναμενόμενη, είναι σαφές ότι η επισήμανση αφορά συγκεκριμένα τη Ν.Δ. Προφανώς, οι συμφωνίες είναι συνήθως αμφοτεροβαρείς. Κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις.
Παίρνεις, ας πούμε, ρευστό, που αδυνατείς να αντλήσεις από τις αγορές. Και δίνεις το πηδάλιο της οικονομικής πολιτικής σ’ έναν υπερεθνικό παράγοντα που παραδοσιακά δοκιμάζει τα όρια των κοινωνιών, αντιμετωπίζοντας τα υποκείμενά τους ως «μονάδες κόστους». Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν μόλυναν οι χρεοκοπημένες τράπεζες τα δημόσια οικονομικά. Δεν αναγκάστηκε για χάρη τους να αυξήσει το Δημόσιο τα ελλείμματά του. Η κρίση στην Ελλάδα είναι απότοκη της διαχρονικής ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού, της ατροφίας των θεσμών και της ανικανότητας των προσώπων που τους ενσαρκώνουν. Η χώρα χρεοκοπεί επειδή οι κυβερνήσεις των τελευταίων 30 ετών δανείζονταν για να συντηρούν μαύρες τρύπες: ζημιογόνες ΔΕΚΟ, υδροκέφαλο ασφαλιστικό σύστημα, σπάταλα νοσοκομεία, διεφθαρμένες πολεοδομίες.
Όμως, η επιβολή καθεστώτος κηδεμονίας από την Ευρώπη και το ΔΝΤ εκτυλίσσεται ως αναγκαστική, βίαιη προσγείωση στην κοινωνία και την οποία μας ζητούν να την αποδεχθούμε. Όντως, ο τρόπος που γίνονται εδώ οι δουλειές –τα ήθη που υπηρέτησαν οι πολιτικοί– έχει ξοφλήσει. Και οι επιτηρητές μας επιβάλλουν τη δικτατορία του αυτονόητου. Ο πρωθυπουργός Γιώργου Παπανδρέου έχει συνθηκολογήσει και το ΔΝΤ μάς πιέζει να «συνθηκολογήσουμε» και εμείς για καλό σκοπό… Βεβαίως, το χρέος της χώρας μας είναι δυσβάσταχτο, γι’ αυτό είναι λογικό να κληθούν οι ξένοι πιστωτές να επωμισθούν ένα τμήμα του βάρους, αποδεχόμενοι μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Αυτή μπορεί να πάρει δύο μορφές: είτε αναδιάρθρωσης του χρέους, δηλαδή καθυστέρησης των εξοφλητικών δόσεων –εντόκως– σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας, είτε μείωσης του χρέους (το λεγόμενο haircut) σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα φερεγγυότητας. Η μείωση του χρέους είναι ακραίο, αλλά θεμιτό μέτρο σε περιπτώσεις που η χώρα έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες περικοπής δαπανών και είσπραξης των φορολογικών εσόδων, όπως συνέβη στην κρίση των χρεών της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80, όπου οι πιστωτές τελικά εισέπραξαν 40 με 60 σεντς στο δολάριο. Αυτό πιστεύουν (σχεδόν) οι πάντες. Επειδή η Ελλάδα όχι απλώς δεν έχει εξαντλήσει την προσπάθεια μείωσης των κρατικών δαπανών σε μόνιμη βάση, αλλά δεν την έχει καν αρχίσει. Γι’ αυτό και όλες οι συζητήσεις για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους έχουν βάση.
Το ΔΝΤ έχει αρχίσει να φοβάται. Προσφέροντας δανειακά κεφάλαια, πίστευε ότι προσδίδει αξιοπιστία στο Μνημόνιο. Όμως, οι όροι που συνοδεύουν τα δάνεια του ΔΝΤ κλονίζουν τις κοινωνίες. Οι πολιτικοί των χωρών που προσφεύγουν στο Ταμείο τα γνωρίζουν αυτά, αλλά τους βολεύει να κρατούν απόσταση από επώδυνα μέτρα, επιρρίπτοντας ευθύνη στο ΔΝΤ. Αλλά, οι νόμοι της οικονομίας, όπως και οι νόμοι της φυσικής, ισχύουν παντού. Βασικός κανόνας είναι ότι κάθε χώρα έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Μόλις, προχθές, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας διέψευσε με τρόπο κατηγορηματικό τις φήμες που κυκλοφόρησαν στις διεθνείς αγορές, ότι μπορεί να χρειαστεί η χώρα την οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ, ώστε να ξεπεραστεί οριστικά η κρίση με τον τραπεζικό τομέα. «Εντελώς αβάσιμες είναι οι φήμες για την εξωτερική οικονομική βοήθεια», τόνισε στις δηλώσεις του ο υπουργός Οικονομικών, Μπράιαν Λένιχαν. Καλά αυτοί γιατί δεν θέλουν να σωθούνε;
Όντως, καμία κυβέρνηση δεν επιθυμεί να σωρεύει χρέη, και όλες μαζί πρέπει να εξασφαλίσουν μια απατηλή και δυσνόητη ισορροπία, καθησυχάζοντας τις αγορές και συντηρώντας την ανάπτυξη. Όμως, κάθε φορά που μια κρίση χρέους απειλούσε την οικονομία, οι κεντρικές τράπεζες μείωναν τα επιτόκια. Η προοπτική αυτών των σωστικών παρεμβάσεων μείωνε τους κινδύνους που απέρρεαν από τον νέο δανεισμό. Οπότε, πλέον οι ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν δύο είδη προβλημάτων. Το πιο πιεστικό έχει να κάνει με το πώς θα αποπληρώσουν τα χρέη τους, που μετατοπίσθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο, εφόσον οι κυβερνήσεις ορθώς έσπευσαν να στηρίξουν τις τράπεζες και να διασώσουν τις οικονομίες από βαθιά ύφεση.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19/09/2010